Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

το κέρμα

См. также в других словарях:

  • κέρμα — fragment neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρμα — Αρχαίος οικισμός της Νουβίας, στα Ν του τρίτου καταρράκτη του Νείλου. Βρίσκεται στο σημερινό Σουδάν. Η ονομασία του στα αρχαία αιγυπτιακά ήταν Ivμπού Αμενεμχέτ, ενώ είναι επίσης γνωστός ως Κάρμα. Έπειτα από ανασκαφές που έγιναν στην περιοχή από… …   Dictionary of Greek

  • κέρμα — το, ατος νόμισμα μικρής αξίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κέρμ' — κέρμα , κέρμα fragment neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερμάτων — κέρμα fragment neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρμασι — κέρμα fragment neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρμασιν — κέρμα fragment neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρματα — κέρμα fragment neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρματι — κέρμα fragment neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρματος — κέρμα fragment neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρματ' — κέρματα , κέρμα fragment neut nom/voc/acc pl κέρματι , κέρμα fragment neut dat sg κέρματε , κέρμα fragment neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»